• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
raise a question v expr (ask [sth], enquire)θέτω ένα ερώτημα, θέτω μια ερώτηση περίφρ
  κάνω ένα ερώτημα, κάνω μια ερώτηση περίφρ
  (κάτι)ρωτάω, ρωτώ ρ μ
 Mark raised a difficult question during the meeting and nobody wanted to answer it.
raise a question v expr (pose an issue)θέτω το ζήτημα, θέτω το ερώτημα περίφρ
 The report raises the question of how to deal with the unemployed.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση raise a question στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «raise a question».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!